- αναλυτικός
- -ή, -ό (Α ἀναλυτικός, -ή, -όν) [ἀναλύτης]ο σχετικός με την ανάλυσηνεοελλ., λεπτομερής, εξονυχιστικός, διεξοδικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀναλυτικός — analytical masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναλυτικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ανάλυση: Αναλυτική εξέταση αίματος. 2. λεπτομερειακός: Συντάχθηκε από το υπουργείο Παιδείας το αναλυτικό πρόγραμμα των μαθημάτων των γυμνασίων και λυκείων της χώρας. 3. στη λογική, «αναλυτική… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀναλυτικά — ἀναλυτικός analytical neut nom/voc/acc pl ἀναλυτικά̱ , ἀναλυτικός analytical fem nom/voc/acc dual ἀναλυτικά̱ , ἀναλυτικός analytical fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναλυτικῶν — ἀναλυτικός analytical fem gen pl ἀναλυτικός analytical masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναλυτικόν — ἀναλυτικός analytical masc acc sg ἀναλυτικός analytical neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναλυτικοῖς — ἀναλυτικός analytical masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναλυτικοῦ — ἀναλυτικός analytical masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναλυτικῆς — ἀναλυτικός analytical fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναλυτικῇ — ἀναλυτικός analytical fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναλυτική — ἀναλυτικός analytical fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)